ιόν

ιόν
(Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο νοτιοανατολικό τμήμα του ο Ι. διασχίζεται από τον ποταμό Μορβάν. Η περιοχή αυτή είναι πεδινή και η ύπαρξή της περιορίζει προς το κέντρο τα ασβεστούχα υψίπεδα της Κάτω Βουργουνδίας, τα οποία είναι ξηρά και όχι ιδιαίτερα γόνιμα. Στην πεδιάδα αυτή ευδοκιμούν τα αμπέλια. Στα ΒΔ το υψίπεδο του Σενονέ χαμηλώνει προς τον λόφο του δάσους Οτ, ενώ από την άλλη πλευρά του ποταμού Iόν, στο δυτικό τμήμα του νομού, υπάρχουν οι λόφοι του Πισέ και του Γκατινέ. Κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές του Ι. είναι η κτηνοτροφία, ιδιαίτερα των βοοειδών, η γεωργία (σιτηρά, αμπέλια) και η δασική παραγωγή. Υπάρχουν εκεί και βιομηχανίες ξυλείας, τροφίμων, μηχανημάτων και χημικών προϊόντων, συγκεντρωμένες σχεδόν όλες στην περιοχή της πρωτεύουσας και οι υπόλοιπες σε μικρότερα αστικά κέντρα όπως το Ζουανί, η Σανς και η Αβαλόν.
* * *
το
άτομο ή μόριο με περίσσεια ηλεκτρικού φορτίου, θετικού (θετικά ιόντα ή κατιόντα) είτε αρνητικού (αρνητικά ιόντα ή ανιόντα), η οποία εμφανίζεται με την απώλεια ή με την πρόσκτηση από αυτά ενός ή περισσότερων ηλεκτρονίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ion (< ἰόν, ἰόντος, ουδ. τής μτχ. ἰών τού εἶμι που χρησιμοποιείται ως μέλλων τού ρ. ἔρχομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἴον — violet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιον — (ΑΜ ιον) βλ. ιος, ια, ιον …   Dictionary of Greek

  • ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …   Dictionary of Greek

  • ιόν — το ιόντος, πληθ. ιόντα, κάθε ηλεκτρισμένο άτομο ή σύμπλεγμα ατόμων που κινείται προς τον αντίθετα ηλεκτρισμένο πόλο: Ιόντα υδρογόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰόν — εἶμι ibo pres part act masc voc sg εἶμι ibo pres part act neut nom/voc/acc sg εἰμί sum pres part act masc voc sg (doric) εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἰός 1 arrow masc acc sg ἰός 1 arrow neut nom/voc/acc sg ἰ̱όν , ἰός 2… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴον — Ἴος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτάλ(λ)ιον — καρτάλ(λ)ιον, τὸ (Α) μικρό καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρταλ(λ)ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ειδώλ ιον, κιόν ιον)] …   Dictionary of Greek

  • κωράλ(λ)ιον — κωράλ(λ)ιον, τὸ (Α) βλ. κοράλλι …   Dictionary of Greek

  • στρούθ(ε)ιον — τὸ, Α βλ. στρούθειος …   Dictionary of Greek

  • Αντονέσκου, Ίον — (Ion Antonescu, 1882 – 1946). Ρουμάνος στρατηγός και πολιτικός.Υπήρξε μέλος του γενικού επιτελείου της χώρας του κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και στρατιωτικός ακόλουθος στο Παρίσι και το Λονδίνο. Το 1933 έγινε αρχηγός του γενικού επιτελείου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”